- μοσχομπίζελο
- Κοινή ονομασία του ετήσιου δικοτυλήδονου φυτού Lathyrus nissolia, της οικογένειας των ψυχανθών. Το μ. έχει μακρύ, λεπτό, συχνά αναρριχώμενο βλαστό, που μπορεί να ξεπερνά το 1,50 μ. σε ύψος. Τα φύλλα του είναι σύνθετα και καταλήγουν σε έλικες, με τις οποίες το φυτό στηρίζεται και αναρριχάται. Τα άνθη του, ανά 2-3 ή περισσότερα, βρίσκονται πάνω σε μακρύ μίσχο. Με διασταυρώσεις και επιλογή έχουν δημιουργηθεί πολυάριθμες ποικιλίες, με μεγάλα εύοσμα άνθη, οι οποίες διακρίνονται ανάλογα με το ύψος σε ψηλές (1,50-2 μ.), μέτριες (0,50-1 μ.) ή νάνες (0,20-0,30 μ.), ή με κριτήριο το χρώμα των ανθέων που μπορεί να είναι λευκό, ροζ, κόκκινο, πορφυρό, λιλά, λεβάντας, βερικοκί και πλήθος άλλα. Υπάρχουν πρώιμες και όψιμες ποικιλίες, καθώς επίσης και ποικιλίες με κυματιστά πέταλα άνθους.
Το μ., χάρη στην πλούσια ανθοφορία του και στη συνεχή δημιουργία νέων ποικιλιών, καλλιεργείται ευρύτατα στους κήπους, σε παρτέρια (οι νάνες ποικιλίες), κάγκελα, φράκτες, γλάστρες, ζαρντινιέρες· καλλιεργείται επίσης για παραγωγή δρεπτών ανθέων, είτε στο ύπαιθρο είτε κάτω από υαλόφρακτα σκέπαστρα για πρώιμη παραγωγή. Τα μ. σπέρνονται το φθινόπωρο, είτε κατευθείαν στο έδαφος είτε σε γλάστρες, για να μεταφυτευθούν αργότερα. Είναι ανθεκτικά και ολιγαρκή φυτά, γι’ αυτό και ευδοκιμούν σε όλα τα εδάφη, παρέχουν, όμως, την καλύτερη ανθοφορία σε πλούσια και δροσερά εδάφη. Αναπτύσσονται περισσότερο στις ηλιαζόμενες θέσεις, αλλά δεν αντέχουν την υπερβολική ζέστη.
To μοσχομπίζελο (λάθυρος ο εύοσμος), ετήσιο αναρριχώμενο με πλούσια ανθοφορία σε πλήθος χρωματισμούς, καλλιεργείται σε κήπους, γλάστρες και ζαρντινιέρες (φωτ. Ν. Ταμβάκη).
* * *και μοσκομπίζελο, τοβοτ. κοινή ονομασία τού είδους λαθουριού Lathyrus odoratus.
Dictionary of Greek. 2013.